- οικτίρμων
- -ον (ΑΜ οἰκτίρμων, -ον)ελεήμων, φιλεύσπλαγχνος («ὁ κύριος ὁ Θεὸς οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων», ΠΔ).επίρρ...οικτιρμόνως (Μ οἰκτιρμόνως)με οικτίρμονα τρόπο, ευσπλαγχνικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτίρω + επίθημα -μων (πρβλ. ιχνεύ-μων)].
Dictionary of Greek. 2013.